- ὀλαγμεύειν
- ὀλαγμεύειν, ὀλαιμ-See also: s. λαίγματα, οὐλαι.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ολαγμεύειν — ὀλαγμεύειν (Α) (κατά τον Φώτ.) «ὀλὰς βάλλειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη θεωρείται η σύνδεση τής λ. με το ὀλαί / οὐλαί] … Dictionary of Greek